συλληπτήριος

συλληπτήριος
ος, ο[ν] цепкий, хваткий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συλληπτήριος" в других словарях:

  • συλληπτήριος — α, ο, Ν κατάλληλος για σύλληψη, για πιάσιμο («συλληπτήρια όργανα τών εντόμων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαμβάνω + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην Επετηρίδα Παρνασσού] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»